μεγαλοπτέρυγος

μεγαλοπτέρυγος
μεγαλοπτέρυγος
with great wings
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μεγαλοπτέρυγος — μεγαλοπτέρυγος, ον (Α) αυτός που έχει μεγάλες πτέρυγες («ἀετὸς ὁ μέγας ὁ μεγαλοπτέρυγος», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + πτέρυγος (< πτέρυξ, υγος), πρβλ. μελανο πτέρυγος, τανυ πτέρυγος] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοπτέρυγον — μεγαλοπτέρυγος with great wings masc/fem acc sg μεγαλοπτέρυγος with great wings neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοπτέρυξ — μεγαλοπτέρυξ, υγος, ὁ, ή (Μ) μεγαλοπτέρυγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) + πτέρυξ, υγος] …   Dictionary of Greek

  • ՄԵԾԱԹԵՒ — (ի.) NBH 2 0236 Chronological Sequence: Early classical, 13c ա. μεγαλοπτέρυγος magnas alas habens, magnarum alarum. Որոյ թեւքն են մեծ. մեծամեծ թեւօք ամրացեալ. *Արծուին մեծ՝ մեծաթեւ երկայնատարած. Եզեկ. ՟Ժ՟Ե. 3: *Զնաբուգոդոնոսոր մեկնէ արծուի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”